αεικύμαντος

αεικύμαντος
ος , ον бурный, неспокойный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αεικύμαντος" в других словарях:

  • αεικύμαντος — η, ο και ος, ο (Μ ἀεικύμαντος, ον) ο αδιάκοπα ταρασσόμενος από τα κύματα, πολυκύμαντος, τρικυμιώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + κυμαίνω] …   Dictionary of Greek

  • αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»